- απιλητος
- ἀπίλητοςἀ-πίλητος2(ῑ) не уплотняющийся, несжимаемый Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απίλητος — ἀπίλητος, ον (Α) ο ασυμπίεστος, ο ελαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πιλητός < πιλώ «συμπιέζω, συνθλίβω»] … Dictionary of Greek
ἀπίλητον — ἀπίλητος not to be pressed close masc/fem acc sg ἀπίλητος not to be pressed close neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιλήτου — ἀπίλητος not to be pressed close masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπίλητα — ἀπίλητος not to be pressed close neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απίλωτος — η, ο (Μ ἀπίλωτος, ον) ο απίλητος … Dictionary of Greek